Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Για τυχόν παραγγελίες Φαξ  2221076657

ΠΡΟΣΟΧΗ, Η Νομολογία ΑΛΛΑΞΕ
Σύμφωνα με την απόφαση της ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ του Συμβ. Επικρατείας ΣτΕ.876/2013
"Δεν υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης για ενημέρωση του αναδόχου για την υποχρέωση προηγούμενης άσκησης ένστασης και αίτησης θεραπείας κατ' άρθ. 12 ν. 1418/1984"


και δείτε ακόμα την σημαντικότερη ΣτΕΟλομ.2494/2013
  
Σύμφωνα με την απόφαση της ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ του Συμβ. Επικρατείας ΣτΕ.2494/2013

".......... με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας του ενός μηνός, που προβλέπεται για τον έλεγχο, την τυχόν απαιτούμενη διόρθωση και την έγκριση του λογαριασμού, ο λογαριασμός θεωρείται μεν εγκεκριμένος, η Διοίκηση όμως διατηρεί την εξουσία, και μετά την παρέλευση της τασσόμενης προθεσμίας ελέγχου και έγκρισης του λογαριασμού, να προβεί σε έλεγχο αυτού, αρνούμενη, ρητώς ή σιωπηρώς, να καταβάλει ποσά ή αναζητώντας, κατά τις κείμενες διατάξεις (του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου) ως μη νομίμως ή αχρεωστήτως, ήδη καταβληθέντα ποσά του επίμαχου λογαριασμού, τα οποία δεν οφείλονται για οποιονδήποτε λόγο στον ανάδοχο, δεδομένου-μάλιστα ότι ο έλεγχος αυτός επιβάλλεται για λόγους προστασίας του δημόσιου χρήματος, εθνικού, ή κοινοτικού (προκειμένου περί συγχρηματοδοτούμενου με πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης έργου). Κατά την ειδικότερη γνώμη του Αντιπροέδρου Α. Ράντου και των Συμβούλων Αικ. Χριστοφορίδου, Β. Αραβαντινού και Ο. Ζύγουρα, δύναται μεν η Διοίκηση, μετά την αυτοδίκαιη έγκριση του λογαριασμού, να προβεί σε έλεγχο αυτού, αρνούμενη την καταβολή των σχετικών ποσών ή αναζητώντας ήδη καταβληθέντα βάσει αυτού ποσά, μόνον, όμως, αν ο υποβληθείς λογαριασμός δεν στηριζόταν, εν όλω ή εν μέρει, στο νόμο ή στους όρους της σύμβασης ή αν περιείχε ή συνοδευόταν από ανακριβή στοιχεία. Κατά την ειδικότερη, επίσης, γνώμη του Συμβούλου Ιω. Μαντζουράνή, μετά την άπρακτη πάροδο της τασσόμενης μηνιαίας προθεσμίας ο λογαριασμός θεωρείται μεν αυτοδικαίως εγκεκριμένος, η Διοίκηση όμως οφείλει να προβεί στην έκδοση και ρητής εγκριτικής πράξης, εν πάση δε περιπτώσει δύναται να εττανέλθει, αρνούμενη την καταβολή ποσών του αυτοδικαίως εγκριθέντος λογαριασμού ή αναζητώντας ήδη καταβληθέντα βάσει αυτού ποσά, εφόσον αυτά δεν οφείλονται για οποιοδήποτε λόγο στον ανάδοχο. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Β. Καλαντζή, η οποία υποστήριξε την εξής γνώμη: Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 104 παρ. 1 του π.δ. 696/1974, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό και με το άρθρο 63 παράγραφοι 1, 2 και 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, καί δεδομένου ότι στο εν λόγοο άρθρο 104 παρ. 1 δεν γίνεται ρητώς λόγος για αυτοδίκαιη έγκριση του λογαριασμού, αν η τασσόμενη στη Διευθύνουσα Υπηρεσία μηνιαία από την υποβολή του λογαριασμού προθεσμία παρέλθει άπρακτη, ο λογαριασμός δεν θεωρείται ότι έγινε αποδεκτός, δηλαδή ότι έχει αυτοδικαίως εγκριθεί, αλλά ότι η Διευθύνουσα Υπηρεσία έχει σιωπηρώς αρνηθεί την έγκρισή του, η προβλεπόμενη δε μηνιαία προθεσμία έχει την έννοια της έντονης υπόδειξης προς τη Διευθύνουσα Υπηρεσία για την ταχύτερη δυνατή διενέργεια του ελέγχου και της έγκρισης (με ή χωρίς διορθώσεις) του λογαριασμού.

Συνάδελφοι
Διαβάστε την παρακάτω απόφαση (Μεταμνημονιακή) του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ΑΕΔ.25/2012 που δείχνει ότι κάτι ίσως αλλάζει και στο χώρο των αποφάσεων (Δικαιοσύνης). Μετά την απόφαση αυτή ίσως να πρέπει να καταργηθεί οποιαδήποτε αναφορά στο ΠΔ.166/2003 που έχει τεθεί στις σχετικές με τα Δημόσια Έργα Νομοθεσίες (Ν.3316/05 και Ν.3669/08, κλπ)



Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 25/2012
Η πρόβλεψη για τις οφειλές του Δημοσίου επιτοκίου μικρότερου από εκείνο που ισχύει για τις οφειλές των ιδιωτών δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Α.Ε.Δ.  25/2012
…………………….
5. Επειδή, με το άρθρο 1 του νόμου ΧΛ΄/1877 «περί υπερημερίας του Δημοσίου και παραγραφής  των κατ αυτού αγωγών» (ΦΕΚ 47) ορίσθηκε ότι «Ο νόμιμος εξ υπερημερίας τόκος πάσης του  Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 8%, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεων ή ειδικών νόμων Ο  ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής. …». Η πρώτη παράγραφος της ανωτέρω  διατάξεως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του νόμου ΓΤΟΕ΄ (υπ αριθ. 3375)/1909 (ΦΕΚ  240/16.10.1909) ως εξής : «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής  ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου». Η διάταξη αυτή  απετέλεσε το άρθρο 21 του κανονιστικού (κωδικοποιητικού) διατάγματος της 26.6/10.7.1944  «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (ΦΕΚ 139), διατηρήθηκε δε σε ισχύ με τη  διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ο  οποίος άρχισε να ισχύει από 23.2.1946 (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 του ν.δ/τος της 7/10.5.1946 «περί  αποκαταστάσεως του Αστικού Κώδικος και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου», ΦΕΚ Α΄ 151).      
………………………………………………………………..
9. Επειδή, ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία το Δημόσιο καταβάλλει, με την ιδιότητα του οφειλέτη,  τόκο υπερημερίας, το ύψος του οποίου είναι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να  καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, έχει θεσπισθεί ουσιαστικά από το έτος 1877 με τον ν.  ΧΛ΄/1877 και διατηρήθηκε έως σήμερα. ………………..       
10. Επειδή, η θέσπιση και η διατήρηση σε ισχύ για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (ουσιαστικά από  το 1877) ρυθμίσεως, κατά την οποία το καταβαλλόμενο από το Δημόσιο, με την ιδιότητα του  οφειλέτη, ποσοστό τόκου υπερημερίας είναι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να  καταβάλλουν οι ιδιώτες οφειλέτες, δικαιολογείται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τα  εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, καθ όλο το διάστημα αυτό το Ελληνικό Κράτος έχει διέλθει  από διαδοχικές σοβαρές δημοσιονομικές κρίσεις, οι οποίες έχουν διαρκέσει για μεγάλα χρονικά  διαστήματα, αλλά και των οποίων οι επιπτώσεις επεκτείνονται και σε περιόδους, κατά τις οποίες η  οικονομική κατάσταση βελτιώνεται και οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη της χώρας.  Ενόψει τούτου, η κρινόμενη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του  Δημοσίου εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου προνομιακή μεταχείριση, η οποία αποβλέπει στην  ορθή άσκηση της δημοσίας εξουσίας μέσω της διαφυλάξεως της δημοσιονομικής ισορροπίας και  της περιουσίας του Κράτους, με σκοπό την εκπλήρωση των, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους,  υποχρεώσεών του έναντι των πολιτών, και, ως εκ τούτου, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του  Συντάγματος, εφόσον, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η συνταγματική αυτή διάταξη δεν έχει πεδίο  εφαρμογής, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην όγδοη σκέψη. Ειδικότερα, η θεσπιζόμενη με την  ανωτέρω διάταξη του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου ρύθμιση, η οποία αποβλέπει  στον περιορισμό της αυξήσεως του κρατικού χρέους από τόκους για ληξιπρόθεσμες οφειλές,  υπαγορεύεται από την ανάγκη προστασίας της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του  Κράτους, στην δημιουργία της οποίας συμβάλλουν με την καταβολή φόρων οι φορολογούμενοι  πολίτες και στην εξυπηρέτηση των οποίων πρέπει, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, να  αποβλέπει η διαχείριση της εν λόγω περιουσίας, δεδομένου και ότι σε περιόδους σοβαρών  δημοσιονομικών κρίσεων, όπως οι προαναφερόμενες, καθίσταται αναγκαία η εξασφάλιση της  δυνατότητας υπολογισμού εκ των προτέρων της επιβαρύνσεως του Δημοσίου από τόκους για τις  οφειλές του, ώστε να είναι τούτο σε θέση να προβλέψει, με τη μεγαλύτερη, κατά το δυνατόν,  ακρίβεια, τις επιπτώσεις από την καθυστέρηση εξοφλήσεως των οφειλών του και να προνοήσει για  την εξασφάλιση των αναγκαίων εσόδων για την εξόφλησή τους κατά την κατ έτος κατάρτιση του  κρατικού προϋπολογισμού. Ενόψει δε του σκοπού, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπει η  ανωτέρω διάταξη, και λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών που ίσχυσαν καθ όλη την  διάρκεια ισχύος αυτής και εξακολουθούν να ισχύουν, η θέσπιση με αυτήν επιτοκίου 6% για τις  οφειλές του Δημοσίου  δεν αντίκειται ούτε και προς την κατοχυρωμένη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ.  δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, εφόσον το μέτρο αυτό, που έχει ως σκοπό να  περιορίσει τις οφειλές του Δημοσίου από τόκους και, επομένως, να αποτρέψει την αύξηση του  κρατικού χρέους, είναι κατάλληλο και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη  του εν λόγω σκοπού. Περαιτέρω, η επίμαχη ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται ούτε  στην διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, κατά την οποία «οι Ελληνες πολίτες  συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Και τούτο ενόψει  του γεγονότος ότι από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι, για την αντιμετώπιση των κατά  καιρούς δημοσιονομικών προβλημάτων, έχουν ληφθεί διάφορα μέτρα, που επιβαρύνουν διάφορες  και μεγάλες κατηγορίες πολιτών, όπως μειώσεις αποδοχών, σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις  ακόμη και αναδρομικές, και συντάξεων, αύξηση υφισταμένων φόρων, επιβολή νέων φόρων και  εκτάκτων εισφορών, ο καθορισμός δε του επιμάχου ευνοϊκού για το Δημόσιο ποσοστού τόκου  υπερημερίας δεν συνιστά, στο πλαίσιο πάντως των ανωτέρω ρυθμίσεων, παραβίαση της  συνταγματικής αυτής διατάξεως.       
……………………..
……………………………….
14. Επειδή, εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου  δεν αντίκειται αυτή καθ εαυτή στο άρθρο 17 του Συντάγματος, διότι εκτός του ότι, κατά τα  εκτεθέντα στην δέκατη σκέψη, αποβλέπει στην επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος,  συνισταμένου στην προστασία της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους   εν πάση περιπτώσει δεν επιφέρει περιορισμό, ούτε πολύ περισσότερο στέρηση περιουσιακού  δικαιώματος, αφού μόνη η πρόβλεψη, με βάση τις μνημονευόμενες στην έκτη σκέψη διατάξεις,  μεγαλύτερου επιτοκίου για τις οφειλές των ιδιωτών έναντι του επιτοκίου που ισχύει για τις οφειλές  του Δημοσίου δεν ιδρύει περιουσιακό δικαίωμα των δανειστών του Δημοσίου για την καταβολή  τόκων με βάση το μεγαλύτερο αυτό επιτόκιο, εφόσον το επιτόκιο αυτό δεν είναι εφαρμοστέο για  τις οφειλές του Δημοσίου. Περιουσιακό δικαίωμα, προστατευτέο κατά το άρθρο 17 του  Συντάγματος,  θα εγεννάτο μόνον στην περίπτωση που είχε αναγνωρισθεί ότι ήταν εφαρμοστέο σε  συγκεκριμένη απαίτηση το ανωτέρω, υψηλότερο, επιτόκιο. Ενόψει των ανωτέρω, είναι  απορριπτέα ως αβάσιμα τα προβαλλόμενα με το από 29.5.2012 υπόμνημα της συνεχίζουσας την  κύρια δίκη καθολικής διαδόχου του αναιρεσείοντος στην εν λόγω δίκη περί παραβάσεως του  άρθρου 17 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως του ότι η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4  του εν λόγω άρθρου 17, της οποίας γίνεται ειδικότερα επίκληση με το ανωτέρω υπόμνημα (κατά  το οποίο εδάφιο «Η αποζημίωση δεν υπόκειται, ως αποζημίωση, σε κανένα φόρο, κράτηση ή  τέλος»), αφορά την αποζημίωση επί στερήσεως της ιδιοκτησίας, περίπτωση περί της οποίας δεν  πρόκειται εν προκειμένω, κατά τα προεκτεθέντα.
15. Επειδή, ενόψει των προεκτεθέντων, πρέπει να αρθεί η αμφισβήτηση που ανέκυψε σε σχέση με  την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικος των νόμων περί  δικών του Δημοσίου  από την έκδοση της υπ αριθ. 2812/2011 (παραπεμπτικής) αποφάσεως της  Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπέρ της γνώμης που υιοθετήθηκε επί του επιμάχου  ζητήματος με τις υπ αριθ. 1127 και 1128/2010 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, δηλαδή με την  υιοθέτηση της απόψεως ότι η προαναφερθείσα διάταξη δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4  παρ. 1 και παρ. 5, 17, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄  του Συντάγματος.    ………………………

16. Επειδή, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής των εξόδων της αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο  διεξαχθείσης διαδικασίας ως και της δικαστικής δαπάνης.

Δια ταύτα       
Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 2812/2011 της Ολομελείας του Ελεγκτικού  Συνεδρίου και 1127 και 1128/2010 του Αρείου Πάγου ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα  της διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της  26.6/10.7.1944, ΦΕΚ 139).

Αποφαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ.  της 26.6/10.7.1944, ΦΕΚ 139) δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και παρ. 5, 17, 20 παρ. 1 και 25  παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου 2012.                    
Η Πρόεδρος                                        Η Γραμματέας

Ρένα Ασημακοπούλου                             Μαριάνθη Παπασαράντη

Kαι δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 13 Δεκεμβρίου 2012.